Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἀφροδίτη ἀναδυομένη

См. также в других словарях:

  • Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… …   Dictionary of Greek

  • Αναδυομένη — Επίθετο που δόθηκε από την ομηρική εποχή στη θεά Αφροδίτη, γιατί αναδύθηκε από τον αφρό της θάλασσας. Η μυθολογική αυτή παράδοση έχει εμπνεύσει πολλούς καλλιτέχνες όλων των εποχών. Οι αναπαραστάσεις της Αφροδίτης από την κλασική πλαστική τέχνη… …   Dictionary of Greek

  • Фрина — (Φρύνη) знаменитая греческая гетера; прославилась тем, что была натурщицей знаменитых художников Праксителя и Апеллеса. Чудная статуя Книдской Афродиты, одно из самых знаменитых скульптурных произведений IV в. до Р. Х., представляла собой ни что… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Афродита Анадиомена — …   Википедия

  • Венера Анадиомена — Сандро Боттичелли, «Рождение Венеры», ок. 1485, Уффици, Флоренция Афродита Анадиомена (др. греч. Αφροδίτη Αναδυομένη, «выныривающая, выходящая из моря») эпитет богини Афродиты, рождающейся из морской пены и выходящей на сушу, и иконографический… …   Википедия

  • АНАДИОМЕНА —    • Άναδυόμενη,          Anadyomene, см. Άφροδίτη, Афродита …   Реальный словарь классических древностей

  • Afrodita — Para otros usos de este término, véase Afrodita (desambiguación). Afrodita surge de la espuma del mar, coronada con exuberantes trenzas (El nacimiento de Venus, William Adolphe Bouguereau, 1879). Afrodita (en griego antiguo Ἀφροδίτη) es, en la… …   Wikipedia Español

  • Aphrodite — This article is about the Greek goddess. For other uses, see Aphrodite (disambiguation). Pandemos redirects here. For the butterfly, see Pandemos (butterfly). Aphrodite …   Wikipedia

  • φρύνη — (Θεσπιές Βοιωτίας 365 π.Χ. – Αθήνα 310 π.Χ). Η γνωστότερη και ωραιότερη εταίρα της ελληνικής αρχαιότητας. Αρχικά την έλεγαν Μνησαρέτη, μα της έδωσαν το όνομα Φ., επειδή ήταν πολύ ωχρή. Ασκούσε στην αρχή το επάγγελμα της αυλητρίδας, και, κατόρθωσε …   Dictionary of Greek

  • Κουαπέλ — (Coypel). Οικογένεια Γάλλων ζωγράφων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ζωγράφοι της Αυλής. 1. Αντουάν (Antoine, 1661 – 1722). Γιος και μαθητής του Νοέλ (βλ. 2.). Ακολούθησε τον πατέρα του στη Ρώμη και εκεί επηρεάστηκε βαθύτατα από την τέχνη… …   Dictionary of Greek

  • афродита — (иноск.) любовь, наслаждение любовью Афродитские дела . Ср. Ты понял ли, что в машкерах плясанье И афродитские твои дела Не все равно, что битвы в чистом поле? Гр. А. Толстой. Смерть Иоанна Грозного. Афродита (греч. миф.) богиня любви. Ср.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»